κατασείστης

κατασείστης
κατασείστης, ὁ (Μ) [κατασείω]
πολιορκητική μηχανή με την οποία προκαλούσαν ισχυρούς κραδασμούς στα τείχη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”